- σαλαμάνδρειος
- σᾰλᾰμάνδρ-ειος, ον,A of or like a salamander,
σ. δάκος Nic. Th.818
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. δάκος Nic. Th.818
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαλαμάνδρειος — ον, Α [σαλαμάνδρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σαλαμάνδρα ή ο όμοιος με σαλαμάνδρα … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρειον — σαλαμάνδρειος of masc/fem acc sg σαλαμάνδρειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)